- πομπή
- η, ΝΜΑπανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.)νεοελλ.1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων2. διαπόμπευση3. ντροπή, αίσχος, όνειδος4. (για πρόσ.) άξιος χλευασμού, επονείδιστος, αξιοκαταφρόνητος5. μουσ. τέλος μιας ενόργανης σύνθεσης με μεγαλόπρεπο χαρακτήρα που μοιάζει με εμβατήριο και θυμίζει το πέρασμα μιας πομπής6. χαρακτηρισμός για μικρόσωμη ή καχεκτική γυναίκα («μια τοσηδά πομπή και σού κάνει τον καμπόσο»7. φρ. «εν πομπή» ή «εν πομπή και παρατάξει» — πανηγυρικώς8. παροιμ. α) «ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή» — κάθε οικογένεια έχει κάτι άξιο ψόγουβ) «εμάκρυναν οι ποδιές τους και σκεπάσαν τις πομπές τους» — λέγεται για να δηλώσει ότι ο πλούτος καλύπτει τον ηθικό ρύπογ) «κάθεται η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο» ή «βγήκε η πομπή στις στράτες και πομπεύει τους διαβάτες» — λέγεται γι' αυτούς που, ενώ είναι άξιοι χλευασμού, χλευάζουν τους άλλουςαρχ.1. προπομπή2. τελετουργική πορεία μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων με σεμνό, θρησκευτικό ή ευρύτερα εορταστικό ακόμη κι εύθυμο χαρακτήρα, η οποία από την κλασική εποχή κι εξής περιορίστηκε σε εκδηλώσεις συνδεδεμένεςαποκλειστικά με τη λατρεία, αφορούσε κυρίως παρελάσεις που γίνονταν σε γιορτές και κατά τις οποίες η πόλη οργάνωνε πανηγυρική συνοδοιπορία για την προσφορά θυσίας σε κάποιο θεό, εντασσόταν πάντα σε μια γιορτή ή πανήγυρη, και σιγά σιγά εντάχθηκε στις εκδηλώσεις τής δημόσιας ζωής τών δημοκρατικών πολιτειών, προσλαμβάνοντας, εκτός από θρησκευτικό, και πολιτικό χαρακτήρα, εκδήλωση τής οποίας η διοργάνωση ήταν ευθύνη τών αρχόντων τής πόλης και τα έξοδά της καλύπτονταν κυρίως από τις χορηγίες3. (στη Ρώμη) ο κυρίως θρίαμβος, θριαμβευτική πομπή Ρωμαίων στρατηγών και αργότερα τών αυτοκρατόρων4. το σύνολο τών οδηγών μιας πομπής, το σύνολο τών προπομπών5. πνοή ανέμου6. αποστολή7. μτφ. πομπώδης επίδειξη8. φρ. α) «μήλων πομπά» — τα κρέατα προβάτων που θυσιάστηκαν και τα οποία μεταφέρονταν σε πομπήβ) «ὑπὸ πομπῆς» — σε πομπήγ) «τείνω πομπήν» — οδηγώ πολυάριθμο στρατιωτικό σώμα σε εκστρατεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. πέμπω (για τη σημασιολογική εξέλιξη τής λ., βλ. λ. πέμπω)].
Dictionary of Greek. 2013.